πανόρπη

πανόρπη
(panorpa). Γένος σαρκοφάγων εντόμων των δασών του Βορείου Ημισφαιρίου. Ανήκουν στην οικογένεια των πανορπιδών και έχουν μήκος περίπου 3 εκ. Τα έντομα αυτά, που διακρίνονται για τα μεμβρανώδη και καστανόστικτα φτερά τους, είναι γνωστά και με την ονομασία σκορπιόμυγες, γιατί τα αρσενικά έχουν στην κοιλιά ένα δηλητηριώδες κεντρί.
* * *
η
ζωολ. γένος ολομετάβολων πτερυγωτών εντόμων τής τάξης μηκόπτερα, κν. σκορπιόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. panorpa < παν-* + αρχ. ὅρπη / ἅρπη «δρεπάνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”